Το καφενείο του χωριού είναι το μέρος όπου οι άντρες συναντώνται και περνούν την ώρα τους μαζί. Ο αντίστοιχος χώρος για τις γυναίκες είναι η αυλή, όπου μαζεύονται και συζητάνε μεταξύ τους. Τα πολύ μικρά χωριά δεν έχουν καφενείο, τα κάπως μεγαλύτερα έχουν παντοπωλείο με λίγα τραπέζια. Η ταβέρνα διαφέρει στο ότι πουλάει κυρίως κρασί, με λίγο φαγητό για μεζέ, και βρίσκεται σε πόλη. Οι γυναίκες δεν περνάνε ούτε απ' έξω από αυτά τα μαγαζιά, οι νέοι πηγαίνουν μόνον όταν το εγκρίνει ο πατέρας τους. Ακόμα και μετά τον γάμο τους πηγαίνουν σπάνια για να μη σχολιαστεί ότι ξοδεύουν λεφτά και παραμελούν την οικογένειά τους. Μόνο σε μεγαλύτερη ηλικία γίνεται αποδεκτό να συχνάζει κανείς, και πράγματι πολλοί γέροι περνούν εκεί ένα μεγάλο μέρος της ημέρας.
Από την άλλη, ο άντρας δεν κάνει να μένει πολύ μέσα στο σπίτι με τα γυναικόπαιδα. Πρέπει να δουλεύει στα χωράφια ή στην αυλή, κι αν δεν υπάρχει αρκετή δουλειά να φεύγει ένα μέρος του χρόνου για να δουλέψει μακριά. Αλλιώς οι γυναίκες του σπιτιού θα του δώσουν να καταλάβει πως τον παραείδαν και ότι τις ενοχλεί η παρουσία του μέσα στον χώρο τους. Με τον τρόπο αυτό το καφενείο ή το καπηλιό αποτελούν ένα αναγκαίο κακό που γεμίζει τα κενά ανάμεσα στην εργασιακή και την οικογενειακή ζωή.
Όταν το χωριό, ή η γειτονιά στην πόλη, δεν έχει τέτοιο μαγαζί, ένα από τα εργαστήρια θα καταλήξει να παίζει τον ρόλο αυτό. Τσαγκάρικο, βαρελάδικο, σαμαράδικο .... φτάνει ένα βαρέλι κρασί στη γωνιά κι ένας πάγκος. Το βράδυ κλείνουν τα παράθυρα κι οι φίλοι μαζεύονται φέρνοντας ελιές, ούζο, τουρσί ή ό,τι άλλο από το σπίτι. Όποιος πήγε κυνήγι ή έπιασε ψάρια θα φέρει με καμάρι ένα μέρος για να το εκτιμήσουν οι άλλοι και να συνοδέψει το κρασί. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή γιατί όλοι γνωρίζονται μια ζωή, δεν υπάρχουν εκεί ξένοι. Δεν λείπουν οι καυγάδες και οι άλυτες διαφορές, στο βάθος όμως παραμένει η συναίσθηση της κοινής μοίρας. Όλοι ζουν με τον φόβο του καιρού, της αρρώστιας, του κατακτητή ή του φορατζή.
Οι διηγήσεις για τα περασμένα είναι το πιο κοινό θέμα. Οι άντρες έχουν ανάγκη να διηγούνται τις εμπειρίες τους, περισσότερο από τις γυναίκες. Οι περιγραφές επαναλαμβάνονται, αναλύονται και διορθώνονται ξανά και ξανά μέχρι να καταλήξουν σε μία ιστορία αποδεκτή από όλους, τόσο που κι αυτοί που δεν ήταν παρόντες στα γεγονότα να είναι σαν να ήταν. Έτσι οι διηγήσεις των πολύ σημαντικών περιστατικών περνούν στην επόμενη γεννιά και φτάνουν να γίνουν θρύλος. Άλλο συχνό θέμα είναι η ανταλλαγή πληροφοριών για τα σπαρτά και τα ζώα, το καφενείο είναι σχολείο δράσης για αγροτικά θέματα και για όλα τα θέματα. Ο καθένας μαθαίνει τι να κάνει ακούγοντας τι έκαναν άλλοι στην ανάλογη περίπτωση και τι τους συνέβη μετά.
Οι συμφωνίες κλείνονται εκεί, εκεί οι ειδήσεις ανακοινώνονται επίσημα ή αφήνονται να κυκλοφορήσουν, εκεί γιορτάζονται τα χαρμόσυνα νέα. Στον καθένα δίνονται οι ευκαιρίες: η ονομαστική του γιορτή, το δώσιμο λόγου για τον γάμο του γιού ή της κόρης του, το τέλος του χτισίματος του σπιτιού του, είναι αφορμές για να κεράσει και να μοιραστεί την χαρά του με τους φίλους. Ανάλογα, σε περιστάσεις όπου σαν άντρας δεν πρέπει να παρευρίσκεται, στο καφενείο θα περιμένει να στείλουν το παιδί που θα του φέρει τα μαντάτα: ότι η γυναίκα του γέννησε αγόρι, ότι βαφτίστηκε το παιδί του με το τάδε όνομα, ότι η κόρη του βρέθηκε παρθένα.
Με την κουβέντα, το ποτό και τους μεζέδες, το τραγούδι έρχεται μόνο του. Ο καθένας θέλει να πει αυτά που προτιμάει, κι οι άλλοι τα ξέρουν και τον συνοδεύουν. Τραγούδια της τάβλας με αργούς ρυθμούς και λόγια αφηγηματικά, ολόκληρες ιστορίες που συνεχίζονται μέχρι την νύχτα. Καμιά φορά οι ρυθμοί ζωηρεύουν κι ανοίγει η όρεξη για χορό. Ένας σηκώνεται κι αρχίζει τα βήματα, ένας άλλος τον ακολουθεί για να χορέψει κι αυτός ή για να τον κρατάει. Απλά πάλι κάθονται σαν να μη συνέβη τίποτα, ήταν ένα ξέσπασμα της στιγμής.
Άλλες φορές όμως το κέφι είναι μεγάλο κι η όρεξη για χορό δεν σβήνει εύκολα. Στέλνουν να φέρουν τον οργανοπαίχτη, που μπορεί κι όλας να κοιμάται ή να μένει στο διπλανό χωριό. Ο γυιός του ή κάποιος άλλος θα παίζει το δεύτερο όργανο. Με τον ερχομό τους το γλέντι ανάβει για τα καλά. Χορεύοντας ξεζαλίζονται και μερακλώνονται, κολλάνε λεφτά στα όργανα. Ο χώρος είναι μικρός ανάμεσα στα τραπέζια, μόνο τρεις - τέσσερις φτάνουν να χορεύουν κι αυτοί «στον τόπο». Οι χοροί προσαρμόζονται στην περίσταση: βήματα μικρά και ζυγισμένα, το σώμα χαλαρό και γερτό, πολλές στροφές και φιγούρες αυτοσχεδιασμένες, πιάσιμο απ' τους ώμους ή μοναχικά. Όλα αλλιώτικα από ό,τι στον δημόσιο χορό στην πλατεία. Αν είναι ο ίδιος συρτός με το ίδιο τραγούδι, στην ταβέρνα γίνεται άλλος χορός αφού χορεύεται σε άλλες συνθήκες.
Με την ανάπτυξη των συγκοινωνιών, των πόλεων και των λιμανιών, με την αλλαγή της ζωής, οι σκηνές σαν την παραπάνω έγιναν πιο συχνές. Περισσότεροι ταξιδιώτες, ξεσπιτωμένοι και υποαπασχολούμενοι για να συχνάζουν στις ταβέρνες όπου σπάνια θα πήγαιναν οι νοικοκυραίοι του χωριού και της πόλης. Οι ναυτικοί, οι μεταφορείς, οι εποχιακοί εργάτες, οι στρατιωτικοί πλήθυναν πριν εκατό χρόνια. Τότε δημιουργήθηκε αυτό που σήμερα λέμε ρεμπέτικο τραγούδι παίρνοντας στοιχεία από το δημοτικό, το ανατολίτικο και το ευρωπαϊκό. Οι χοροί του, Ζεμπέκικος, Χασάπικος, Καρσιλαμάς και Τσιφτετέλι, ήταν παλιότεροι που προσαρμόστηκαν στο νέο κλίμα.
Πηγή πληροφοριών: www.dance-pandect.gr
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου