Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2008

Λαϊκή σοφία - συνέχεια

• Να φυλάγεσαι από τον Α

Οι αρχαίοι Έλληνες συνήθιζαν να ονομάζουν διάφορα πρόσωπα με το αρχικό μιας λέξης, η οποία δήλωνε την ιδιότητα τους. Έτσι, τον Πυθαγόρα τον αποκαλούσαν σκέτα Π, επειδή είχε καταγράψει πάντας τους αριθμούς κ.ά. Η συνήθεια αυτή εξακολούθησε κι στα μεταγενέστερα χρόνια. Στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο κάποιος του προφήτεψε, ότι θα χάσει το θρόνο του από έναν που το όνομα του θα αρχίζει από Φ, εννοώντας Φωκά. Το ίδιο έγινε κι με την περίφημη μάντισσα Ερμιόνη, που όταν μια μέρα την επισκέφτηκε στο άντρο της η Μαρία η Κομνηνή, η πεντάμορφη γυναίκα του αυτοκράτορα Μανουήλ, της είπε να φυλάγεται από τον Α δηλαδή από τον Ανδρόνικο, που τη σκότωσε. Η συνήθεια αυτή να αναφέρουν μια λέξη με το αρχικό της γράμμα μονάχα, έμεινε πολλούς αιώνες στο Βυζάντιο.

• Να φας την κνίδα σου

Είναι μα φράση, που την ακούμε σαν κατάρα. Ο ιστορικός Σ. Λάμπρος λέει, ότι η κνίδα είναι φυτό. Για το ίδιο φυτό, μάλιστα, που ο Πλούταρχος το ονομάζει Παρθένιον και που είναι εδώδιμον και άμα ιαματικόν, φυόμενον επί θριγκοίς και τοίχοις και ανήκον εις την οικογένειαν των κνιδοειδών. Σε κάποια πολιορκία της Ακρόπολης από το Ρωμαίο Σύλλα, οι πολιορκούμενοι χρησιμοποίησαν το Παρθένιο σαν τροφή. Αλλά και στα 1402, όταν την Αθήνα την πολιορκούσε ο Αντώνιος Ατζαϊόλης, έπεσε τόση πείνα και δυστυχία, ώστε οι πολιορκούμενοι έφαγον τους ίππους και κάθε τρόφιμον, το οποίον ηδυνήθησαν να εϋρουν, μέχρις αυτών ακόμη των κνιδών. Έτσι αναγκάστηκαν να παραδοθούν, έπειτα από δεκαεπτά μήνες ηρωικής άμυνας. Το φυτό λοιπόν αυτό που κατά τη βεβαίωση του βοτανολόγου Χελδραϊχ, βλασταίνει ακόμη άφθονο γύρω από την Ακρόπολη, δεν είναι άλλο από τη γνωστή μας τσουκνίδα. Ο λαός όμως για συντομία, τη λέει κνίδα.

• Να το κρεμάσεις σκουλαρίκι

Στη Βυζαντινή εποχή, σχολαί ονομάζονταν τα στρατιωτικά εκείνα τμήματα, που χρησίμευαν σαν ανακτορική φρουρά. Οι άνδρες της φρουράς αυτής λεγόντουσαν σχολάριοι. Στην αρχή σχολάριοι γινόντουσαν οι γιοι των πλούσιων και των ευγενών. Ο τελευταίοι μια και δεν εξελέγοντας πια με τα παλιά κριτήρια, δεν είχαν να επιδείξουν τίποτα άλλο παρά τα μεταξωτά τους φορέματα και τα χρυσά ενώτια, που οι άντρες στη βυζαντινή εποχή έβαζαν πολύ συχνά. Οι σχολάριοι, λοιπόν φορούσαν ενώτια σχολαρίκια, που είναι τα σημερινά σκουλαρίκια των γυναικών. Δηλαδή έφυγε η λέξη ενώτιο κι έμεινε το σχολαρίκιον. Ωστόσο, όταν ανέβηκε στο θρόνο του Βυζαντίου Ο Μανουήλ Κομνηνός, απαγόρεψε στους αξιωματικούς του να φορούν σχολαρίκια κι αυτό για να ξεχωρίζουν από τους Βούλγαρους, που κρεμούσαν και αυτοί στα αφτιά τους μικρούς χαλκάδες. Μόνο όταν κανείς αξιωματικός αναλάμβανε να κάνει κατασκοπεία στα βουλγαρικά εδάφη, του επέτρεπαν να τα φοράει. Προτού, μάλιστα ξεκινήσει για την αποστολή του, του υπενθύμιζαν να μην ξεχάσει να τα φορέσει. Από το περισατικό λοιπόν αυτό βγήκε η φράση "Να το κρεμάσεις σκουλαρίκι", που τη λέμε συνήθως, όταν συμβουλεύουμε κάποιον για το καλό του. Δηλαδή, να κρεμάσει τη συμβουλή μας σαν σκουλαρίκι, για να τη θυμάται.

• Ναρκισσεύεται

Ο Νάρκισσος ήταν γιος του Κηφισού, ήταν κυνηγός και δεν αγαπούσε παρά μόνο τον εαυτό του, από τότε που είδε μια φορά τη μορφή του μέσα στο νερό ενός ρυακιού. Μεταμορφώθηκε στο τέλος από τους θεούς σε λουλούδι. Τη λέξη τη μεταχειριζόμαστε σαν παροιμιακή, μεταφορικά, για άνθρωπο εγωκεντρικό, που δε συλλογίζεται παρά τον εαυτό του και τα δικά του συμφέροντα. Επίσης, για κείνον που του αρέσει και σαν μορφή το πρόσωπο του και ασχολείται πολύ με αυτό, αλλά και με ολόκληρο το σώμα του.

• Ναρθηκοφόροι μεν πολλοί, Βάκχοι δε τε παύροι

Η παραπάνω φράση θέλει να πει πως πολλοί είναι οι γιορταστές του Βάκχου, που βαστούν τους νάρθηκες λίγοι όμως οι πραγματικοί λατρευτές, οι ένθεοι οι γεμάτοι από το θεό Βάκχο, δηλαδή δεν είναι ένθεοι όσοι γιορτάζουν. Το μεταχειρίστηκε και ο Σωκράτης για τους σωστούς φιλόσοφους, που αφού πεθάνουν θα κατοικήσουν μαζί με τους θεούς. Ανάλογο είναι το ευαγγελικό "Πολλοί γαρ εισι κλητοί, ολίγοι δε εκλεκτοί".

• Να πας στον αγύριστο

Η παράσταση αυτή που παρουσιάζει το Χάρο σαν ένα γέρο Περατάρη, που διαπορθμεύει τις ψυχές, είναι μεταγενέστερη του Όμηρου και στον σημερινό Ελληνικό λαό, όπως απόδειξε ο Νικόλαος Πολίτης, διασωθήκανε οι ιδέες περί θανάτου και οι μυθολογικές παραστάσεις της μακρινής αρχαιότητας. Εν τούτοις, υπήρχαν και δημοτικά τραγούδια, όπου συναντάμε τον ποταμό το θανάτου και το πορθμείο του Χάροντα. Δίχως άλλο, από το αγύριστο αυτό ταξίδι (ένα μοιρολόι που μιλάει για το Χάρο του ταξίδι) των δημοτικών τραγουδιών προέρχεται και η γνωστή λαϊκή έκφραση "Να πας στον αγύριστο" ή "Πήγε τον αγύριστο".

• Να μου τρυπήσεις τη μύτη

Στη Βυζαντινή εποχή, η ποινή του θανάτου ήταν μάλλον σπάνιο φαινόμενο. Η Σύγκλητος που δίκαζε τον κατηγορούμενο, αν το παράπτωμα του ήταν βαρύ, τον παράδινε στο λαό, να τον κάνει ότι θέλει. Πολλές φορές ο κατηγορούμενος κατόρθωνε να πείσει τους τιμωρούς του, ότι ήταν αθώος και τη γλίτωνε, πληρώνοντας ένα ορισμέον ποσό. Μετά από αυτό όμως, ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει, αμέσως την πόλη που έμενε ως τότε και να αυτοεξοριστεί. Αλλά αν η Συγκλητος δεν τον καταδίκαζε σε θάνατο, έβαζε άλλες χειρότερες τιμωρίες, όπως τη τύφλωση, το κόψιμο των χεριών ή των ποδιών και το κόψιμο της μύτης.Το Βυζάντιο ήταν πλημμυρισμένο από τυφλούς και κοψομύτηδες. Τα σκληρά αυτά έθιμα εξακολουθούσαν, δυστυχώς και μετά την άλωση. Στη Μάνη παλιότερα, ήταν συνηθισμένη απειλή " θα σου κόψω μύτη και αφτιά". Και επιεδή οι ρινότμητοι δε παρουσίαζαν όμορφο θέαμα, αλλά και η φωνή τους επίσης, δεν ακουγότανε καλά, για τούτο προσπαθούσαν να επισκευαστούν, αντικαθιστώντες το κομμάτι που του έλειπε με ένα αργυρό έλεσμα. Πολλές φορές, πάλι οι τιμωρούντες, αντί να του κόψουν τη μύτη, την τρυπούσαν πολλές φορές και η σημερινή παροιμιώδες έκφραση "Να μου τρυπήσεις τη μύτη".

• Να μου το ξουρίσεις αν...

Κατά τους Βυζαντινούς, ήταν ανδρικό στόλισμα και δείγμα τιμής το γένι και το μουστάκι. Τώρα, υπάρχουν και περίοδοι που αυτή η συνήθεια δεν ίσχυε. Έτσι σε ένα κείμενο του Γ' αιώνα μ.Χ. διαβάζουμε "τας επί τω μυστάκι μολυνομένας τρίχας κατά την τροφήν περικαρτέον, ου ξυρώ, αγενές γαρ, αλλά ταις μαχαίρας ταις κουρικαίς". Ένας άλλος συγγρφέας του Ε' αιώνα, θέλοντας να ψέξει ένα νέο που ξύρισε το μουστάκι του, του λέει ότι "στερεί την όψιν του φυσικού της τιμιότητος άνθους". Πάντως το έθιμο που επικρατούσε ήταν να μην ξυρίζουν το μουστάκι τους. Από αυτή τη συνήθεια, ερμηνεύεται και η παλιά χειρονομία των Ελλήνων, που έβαζαν τα τρία τους δάκτυλα πάνω από το δεξιό μέρος του μουστακιού τους, λέγοντες και απειλούντες : "Να μου το ξουρίσεις αν...".

• Να μένει το βύσσινο

Ο μύθος λέει πως κάποτε, κάποιος ψηφοφόρος ενός βουλευτή παράγγειλε στο σερβιτόρο του καφενείου που συναντήθηκαν ένα βύσσινο, για να τον φιλέψει και έτσι να πετύχει το ρουσφετάκι του. Ο βουλευτής, όμως, σκληρό καρύδι δε φαινότανε να θέλει να τον βοηθήσει. Αγανακτισμένος τότε ο ψηφοφόρος, που έβλεπε πως δεν θα γινότανε τίποτα, φώναξε δυνατά το σερβιτόρο " Να μένει το βύσσινο ". Έτσι γεννήθηκε μια καινούργια λαϊκή έκφραση κάπου στα 1905 - 1908.

• Να γίνει στάχτη και πούλβερη - πούρμπερη

Τα παλιά τα χρόνια που τα όπλα ήταν εμπροσθογεμή, δηλαδή τα γέμιζαν από εμπρός, ενώ αργότερα από πίσω, χρησιμοποιούσαν μια γέμιση μπαρουτιού με διάφορα άλλα εκρηκτικά. Το μπαρούτι, όπως ήταν τριμμένο σκόνη, το έλεγαν και πούλβερη, που σημαίνει στα λατινικά σκόνη. Έτσι έχουμε τη φράση " Να γίνει στάχτη και πούλβερη - πούρμπερη".

• Να βγάλεις τον περίδρομο

Η λέξη περίδρομος είναι παραφθορά της λέξης περίδερμος, που σημαίνει φλεγμονή της άκρης των δαχτύλων, δηλαδή είδος τριγυρίστρας, μιας πάθησης που έχει δυνατούς πόνους. Είναι λοιπόν, μια κατάρα να πει κανείς αυτή τη φράση, μια κατάρα μικρών, ας πούμε συνεπειών.

• Μύσιος Θρήνος - Μυσών λεία

Η ομοφυλία των Αριανών λαών, που ξεκίνησαν από την Ινδία, είχε απλωθεί πέρα από τον Καύκασο και το Τυρρηνικό πέλαγος. Οι λαοί αυτού του κλάδου αποτελούν τον Πελασγικό κόσμο και ανάλογα με τις κινήσεις τους, πήραν διαφορετικές οναμασίες : γενικά Ελληνοπελασγοί και Ιταλοπελασγοί κ.α. Πολλοί από τους λαούς αυτούς, όπως οι Κάρες και οι Μυσοί, ήταν λαοί μουσικοί, όπως και οι Λυδοί.
Σύνθεταν και έπαιζαν στους αυλούς τους περίφημες θρηνητικές μελωδίες, που σαν αποτέλεσμα ήταν στα κατοπινά χρόνια η εξέλιξη της ελληνικξής ποίησης, που σύνθεταν άγνωστοι και ανώνυμοι ποιητές.
Οι θρήνοι τους αυτοί ήταν εντελώς πρωτότυποι και υποβλητικοί, όπως περίπου οι θρήνοι των σύγχρονων γυναικών της Μάνης. Και όπως το Μανιάτικο μοιρολόγι είναι σήμερα εντελώς ιδιαίτερο και υποδειγματικό, έτσι και τότε ο "Μύσιος Θρήνος". Δεν πρέπει να ξεχνάμε, μια και αναφέραμε τους κατοίκους της Μυσίας, την παροιμιακή έκφραση "Μυσών λεία", που αναφέρεται στην αρπακτικότητα και τα άγρια ήθν και έθιμα του.

• Μυνχάουζεν

Ο μεγάλος τερατολόγος. Προέρχεται από το επώνυμο του Κάρολου Ιερώνυμου βαρόνου φον Μυνχάουζεν (1720-1797), γερμανού αξιωματικού, ο οποίος όταν γύρισε από την εκστρατεία του στην Τουρκία (υπηρετούσε στο Ρωσικό στρατό) διηγότανε τις περιπέτειες του, που τόσο άρεσαν, που εκδόθηκαν βιβλία με τις περιπέτειες του, που μεταφραστήκανε σε όλες τις γλώσσες του κόσμού, με τον τίτλο "Οι περιπέτειες του Μυνχάουζεν" ή κάπως αλλιώς σε κάθε μέρος.

• Μπρος στα κάλλη τι είναι ο πόνος

Όπως οι αρχαίες Ελληνίδες, οι Βυζαντινές, αλλά και οι σημερινές γυναίκες, μεταχειρίζονται πολλά τεχνάσματα για να παρουσιάζονται ωραίες. Ένα από τα μέσα αυτά ήταν και το χρωμάτισμα του προσώπου τους.
Ξέχωρα, όμως από τις μπογιές που έβαζαν οι γυναίκες στο πρόσωπο τους, χρησιμοποιούσαν και άλλα τεχνάσματα, για να γίνουν όμορφες. Ξύριζαν τις τρίχες των φρυδιών τους, τόσο όσο το πάχος γαϊτανιού, γινόντουσαν δηλαδή γαϊτανοφρυδούσες ή γαϊτανοφρύδες ή σύμφωνα με ένα κείμενο του ονειροκρίτη, έβγαζαν το χνούδι από το μάγουλο τους με μεταξωτή κλωστή που την τραβούσαν. Έτσι λένε ότι βγήκε αυτή η φράση, όμως υπάρχει και ένας μύθος, κατά τον οποίο κάποια γριά ήθελε να γίνει ωραία και δέχτηκε να της γδάρουν το παλιό δέρμα, ώστε να φυτρώσει καινούριο. Όταν κατά τη διάρκεια του γδαρσίματος την ρώτησαν αν πονάει, εκείνη απάντησε "εμπρός στα κάλλη τι είναι ο πόνος".

• Μπουρίνι - Είναι στα μπουρίνια του

Μεταφορικά τα νεύρα, ο ξαφνικός θυμός του ανθρώπου, όπως ξαφνικά έρχεται ο δυνατός αέρας, μικρής διάρκειας, μαζί με βροχή, αστραπές και κεραυνούς. Το αρχαίο "εκνεφίας", άνεμος ή βροχή.

• Μπουγιουρντί - Μου΄ρθε το μπουγιουρντί

Λαϊκή και μάλλον ειρωνική έκφραση, στις περιπτώσεις που λαβαίνουμε ή στέλνουμε ένα έγγραφο, γράμμα ή διαταγή με επιτιμητικό περιεχόμενο (κατσάδα). Έχει την έννοια του γρήγορου ή του απροσδόκητου. Παράγεται από την τούρκικη λέξη "Μπουγιουρουλντίν" που σημαίνει διάταγμα του Μεγάλου Βεζίρη που έχει τη μεγάλη σφραγίδα.

• Μποέμ

Από το γαλλικό Boheme, που σημαίνει Τσιγγάνος, Βοημός. Στη Γαλλία η λέξη σχηματιζότανε με την άννοια του περιπλανώμενου Τσιγγάνου και ονόμαζαν μποέμ τους αμέριμνους, χωρίς φροντίδα για το αύριο, καλλιτέχνες, λογοτέχνες, φοιτητές κ.α. (Βοημία, η δυτική περιοχή της Τσεχοσλοβακίας).

• Μπλανκισμός

Όρος που σημαίνει τη βίαιη επικράτηση των λαϊκών τάξεων. Από το όνομα του Γάλλου σοσιαλιστή των άκρων Λουδοβίκο Μπλανκί (1805-1881), οργανωτή ενόπλων συλλαλητηρίων κατά της μοναρχίας και μέλος της επαναστατικής επιτροπής της Κομμούνας του Παρισιού.

• Μπερτόλδος

Κάτι που είναι ίδιο με το δύσμορφος, αλλά πολύ έξυπνος, πανούργος. Ο Μπερτόλδος είναι το κύριο πρόσωπο ενός λαϊκού βιβλίου του Ιταλού ποιητή Ιούλιου Καίσαρα ντέλλα Κρότσε, όπου περιγράφει το Μπερτόλδο σαν τύπο άξεστο, αλλά ευφυέστατο και πανούργο χωρικό, ο οποίος κατόρθωσε να γλιτώσει δύο φορές από την καταδίκη του σε θάνατο και στο τέλος να γίνει και σύμβουλος του βασιλιά Αλβοΐνου.

• Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε

Οι Φράγκοι, που είχαν υποδουλώσει άλλοτε την Ελλάδα, έκαναν τόσα ματρύρια στους κατοίκους, ώστε οι Έλληνες τους βάφτισαν Σκυλόφραγκους. Ότι είχαν και δεν είχαν τους το έπαιρναν, κυρίως όμως ενδιαφερόντουσαν για το αλεύρι, που ήταν απαραίτητο για να φτιάχνουν ψωμί.
Η φράση αυτή βγήκε, όταν οι Φράγκοι μπήκαν σε ένα μύλο και απαίτησαν από το μυλωνά να τους αλέσει όλο το σιτάρι που υπήρχε εκεί, με την υπόσχεση ότι θα του πλήρωναν τα αλεστικά. Όταν είδε τους Φράγκους να θέλουν να του αρπάξουν όλο του το βιος του με το έτσι θέλω, ο μυλωνας που γνωστός για την παλικαριά του φούντωσε. Συγκρατήθηκε όμως και τους είπε ότι δεν μπορεί να αλέσει τόσες οκάδες σιτάρι μόνος του.
Οι στρατιώτες τότε του είπαν ότι θα τον βοηθούσαν, τότε ο μυλωνάς τους πέρασε στο μύλο και τους είπε δήθεν ευγενικά "Μπάτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μη δώσετε". Ύστερα τους κλείδωσε μέσα κι έβαλε φωτιά στο μύλο.

• Μούρτζουφλος ή Μούτζουφλος

Όταν ο πομπευόμενος δεν είχε κάνει μεγάλο παράπτωμα, τότε γινόντουσαν όσα γράφουμε και αλλού. Όταν, όμως είχε λάβει μέρος σε συνωμοσία κατά του αυτοκράτορα, ήταν αντάρτης, τότε πριν τον διαπομπεύσουν, τον τύφλωναν. Δεν είχε, δηλαδή μόνο μούτζεσ\ς αλλά και τύφλες, ήταν όπως έλεγαν σκωπτικά "μούτζουφλος" ή "μούρτζουφλος" (μουτζότυφλος). Φανερό λοιπόν είναι από που ξεκίνησαν οι σημερινές φράσεις "τυφλές και μούτζες να χεις" και το υβριστικό σχήμα, η μούτζα, που λέγεται και τύφλα και το μουτζώνω, τυφλώνω.

• Μουργέλα

Η λέξη σημαίνει αλογόμυγα. Όπως, λοιπόν η αλογόμυγα θρονιάζεται και ζει σε βάρος του αλόγου, έτσι και (ο τεμπέλης) η τεμπελιά, η βαριεστημάρα λέγεται μουργέλα "έχω μια μουργέλα".

• Μούτζες και στάχτες πάνω σου

Αυτή η φράση είναι μια τρομερή κατάρα, που τη λένε σε μερικά μέρη της Δωδεκανήσου και είναι υπόλειμμα ενός παλιού εθίμου, κατά το οποίο εκείνοι που πενθούσαν, σύμφωνα με μια αρχαία συνήθεια έριχναν στάχτη πάνω στα κεφάλια τους και μαύριζαν τα φορέματα τους.

• Μουλόσπορος

Μια κοινή έκφραση, που δηλώνει εκείνον που γεννήθηκε από "μούλικο σπόρο", δηλαδή τον νόθο, τον έκθετο. Ο μούλος και το μούλικο σε πολλά μέρη λέγεται και μουλιακό και μουλιάτικο. Η λέξη αποτελεί δεύτερο συνθετικό της προσωνυμίας εκείνων, που γεννήθηκαν από Λατίνους και Ελληνίδες και τους είπαν Γασμούλους. Και αυτή η λέξη προέρχεται από το λατινικό mulus ή mula (ημιόνος), από δω και η μούλα, το μουλάρι. Και η ελληνική παροιμία "αν ήμουν γυναίκα, είχα εκατό μούλικα καωμένα".

• Μου κορδώνεσαι σαν λόρδος

Την ξενική λέξη λόρδος τη συναντούμε αρκετά συχνά. Σημαίνει κύριος ή αφέντης. Αλλά για τους Άγγλους δεν υπήρχε καταλληλότερη, που να δείχνει ένα εξαιρετικό πλάσμα. Άλλοτε και οι βασιλιάδες, ακόμη ονομάζονταν λόρδοι. Ο τιμητικός τίτλος λόρδος ανήκει στους ευγενείς εκ γενετής, σε εκείνους δηλαδή που έκανε αριστοκράτες ο βασιλιάς και σε ορισμένους αξιωματούχους του κράτους. Επίσης τον τίτλο αυτό τον έχουν τα μέλη του Ναυαρχείου, οι δήμαρχοι του Λονδίνου, οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, ο ανώτατος δικαστικός άρχοντας, ο γενικός εισαγγελέας, οι αρχιεπίσκοποι, οι επίσκοποι και δούκες. Πάντως όσοι έχουν τον τίτλο αυτό, κρατούν σε απόσταση τους άλλους που δεν τον έχουν. Από αυτό, λοιπόν βγήκε η φράση "μου κορδώνεσαι σαν λόρδος", που τη λέμε συνήθως για τους ακατάδεκτους και τους ανόητους.

• Μου έψησε το ψάρι στα χείλη

Ο λαός του Βυζαντίου γιόρταζε με μεγάλη κατάνυξη και πίστη όλες τις μέρες στης Σαρακοστής. Το φαγητό του ήταν μαρουλόφυλλα βουτηγμένα στο ξίδι, μαυρομάτικα φασόλια, φρέσκα κουκιά και θαλασσινά. Στα μοναστήρια, όμως ήταν ακόμη πιο αυστηρά, αν και πολλοί καλόγεροι, που δεν μπορούσαν να κρατήσουν περισσότερο τη νηστεία, έκαναν πολλές φορές κρυφές αμαρτίες και έτρωγαν αυγά ή έπιναν γάλα. Αν τύχαινε, όμως κανένας από αυτούς να πέσει στην αντίληψη των άλλων, καταγγελόταν αμέσως στο ηγουμενοσυμβούλιο και καταδικαζόταν στις πιο αυστηρές ποινές. Κάποτε, λοιπόν, ένας καλόγερος, ο Μεθόδιος, πιάστηκε να τηγανίζει ψάρια μέσα σε μια σπηλιά, που ήταν κοντά στο μοναστήρι. Το αμάρτημα του θεωρήθηκε φοβερό. Η τιμωρία του ήταν, να του γεμίσουν το στόμα με κάρβουνα και να του βάλουν ένα ωμό ψάρι να ψηθεί. Ο καλόγερος φυσικά πέθανε μετά από λίγο, αλλά ωστόσο έμεινε η φράση "μου έψησε το ψάρι στα χείλη".

• Μου έφυγε το καφάσι

Τούρκικα καφά - καφάς, θα πει κεφάλι - κρανίο. Όταν λοιπόν, η καρπαζιά, που έριξαν σε κάποιον είναι δυνατή λέμε ότι "του έφυγε το καφάσι", δηλαδή του έφυγε το κεφάλι από τη δύναμη του χτυπήματος. Το ίδιο και όταν αντιληφθούμε κάτι σπουδαίο, λέμε "μου έφυγε το καφάσι", δηλαδή μου έφυγε το κεφάλι από τη σπουδαιότητα.

• Μου έπρηξες το συκώτι

Τη φράση αυτή την λέμε, όταν στενοχωρέσουμε κανέναν σε μεγάλο βαθμό. Οι επιστήμονες γιατροί παραδέχονται πως η στεναχώρια "διογκώνει το ήπαρ" και τούτο γνωρίζοντας το ο λαός έβγαλε τη φράση. Βέβαια, η όλη ιστορία του συκωτιού - ήπατος, είναι περίεργη. Οι αρχαίοι Έλληνες αγαπούσαν πολύ το ήπαρ τόσο, που έτρεφαν τα ζώα τους με σύκα, που κι αυτά τα λάτρευαν. Και τα ζώα αυτά, όταν έτρωγαν πολλά σύκα, τους πρηζότανε το συκώτι. Έχουμε βέβαια και τις φράσεις "έβγαλε τα συκώτια του" (σε ακατάσχετο εμετό) και "μη χαλάς το συκώτι σου" (μη στεναχωριέσαι).

• Μου έγινες βραχνάς

Συνηθισμένη φράση, που θα πει "με πιέζεις πολύ για κάτι που θέλεις". Η λέξη βραχνάς είναι κοινή ονομασία του εφιάλτη. Μου έγινε επιμονή, θλιβερή σκέψη.

• Μου ΄γινες στενός κορσές

Τα παλιά τα χρόνια, οι γυναίκες για να δείξουν ότι έχουν ωραίο σώμα, το περιτριγύριζαν με έναν σφιχτό κορσέ. Φαντασθείτε λοιπόν, τι τραβούσαν οι κακόμοιρες οι γυναίκες, αλλά "μπρός στα κάλλη, τι είναι ο πόνος". Αφού διέθεταν και ειδικές γυναίκες για να τους σφίγγουν τον κορσέ, το δε καλοκαίρι με τη ζέστη και το σφιγμένο κορσέ, τα πράγματα γινόντουσαν ακόμη χειρότερα. Από αυτά και αυτά, ο λαός σκάρωσε τη φράση "μου ΄γινες στενός κορσές" και που τη λέμε για πρόσωπα που μας ενοχλούν.

• Μόσχος τον σιτευτόν

Κατά μεταφορική έννοια ότι το καλύτερο, που προσφέρουμε στους καλεσμένους μας. Είναι από την παραβολή του "άσωτου γιου", που είπε ο Ιησούς, όταν δίδασκε τη συγνώμη στους πλανηθέντες, που μετανόησαν και ξανάρθαν στο δρόμο του θεού. Ο πατέρας του άσωτου, όταν γύρισε πάλι στο σπίτι του ο παραστρατημένος γιος του, που είχε σπαταλήσει όλη την περιουσία, έσφαξε και το "μόσχος τον σιτευτόν" , για να γιορτάσουνε το μεγάλο γεγονός.

• Μοσχοπουλώ

Στα Βυζαντινά χρόνια γινότανε μεγάλη χρήση του μόσχου, που ήταν σε υγρή, είτε σε στερεή κατάσταση και που τον έβαζαν στα συρτάρια ή στα μπαούλα με τα ρούχα τους για να μυρίζουν, να μοσχοβολούν. Αυτοί που πουλούσαν μόσχο, οι μοσχοπωλούντες, όπως τους έλεγαν, έκαναν χρυσές δουλειές. Από αυτό το εμπόριο προήλθε και το σημερινό ρήμα μοσχοπουλώ.

• Μορμολύκειο - Μορμολύκη

Όταν θέλουμε να πούμε κάποιον ότι μοιάζει με χαμένο, είναι δύσμορφος, βρόμικοι γέροντες, τον χλευάζουμε με τη λέξη. Στην αρχαιότητα μορμολύκειο ήταν η μάσκα, που παρίσταινε τη λυκόμορφη Μορμώ ή Μορμόλυκη και τη χρησιμοποιούσαν, για να φοβίσουν τα μικρά παιδιά, φόβητρο εκείνων που έκαναν αταξίες. Πλάστηκε και ρήμα μορμολύτομαι που σημαίνει φοβίζω, αλλά και φοβάμαι, σκιάζομαι.

• Μόνο φωνή είσαι και τίποτε άλλο

Ο Πλούταρχος αναφέρει, ότι κάποιος απλοϊκος Σπαρτιάτης έπιασε ένα αηδόνι και το μάδησε, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να μάθει από που βγαίνει αυτή η ωραία φωνή του. Αφού το μάδησε και είδε ένα τόσο δα σωματάκι, ειπε: "Συ είσαι μόνο φωνή και τίποτε άλλο".

• Μονμορανσύ

Λέμε έτσι τους εξαιρετικά λεπτούς και ευγενικούς ανθρώπους, που η συμπεριφορά τους ακολουθεί τους κανόνες της εθιμοτυπίας και του πρωτόκολλου και σκωπτικά εκείνους, που προσπαθούν να δείξουν ότι είναι ευγενείς. Η έκφραση γαλλικής φεουδαρχίας, που γενάρχης της ήταν ο Βουσάρδος ο Πωγωνάτος, "αυθέντης του Μονμορανσύ" και η οποία οικογένεια κρατούσε τα σκήπτρα της ευγένειας για πάρα πολλά χρόνια στη Γαλλία.

• Μιξοβάρβαρος - Μιξοπάρθενος

Στους αρχαίους, μιξοβάρβαροι ήταν οι Έλληνες που είχαν από επιγαμία, βαρβαρικό αίμα, χωρίς να χάσουν την εθνικότητα τους. Μιξοβάρβαρη λέγότανε και η μη γνήσια Ελληνική γλώσσα. Τη λέξη τη συναντάμε στον ευριπίδη, Πλάτωνα, Ξενοφώντα. Μιξοπάρθενος, αυτή που παριστάνει την παρθένα, χωρίς να είναι.

• Μιλάει σαν από τρίποδος

Στα αρχαία χρόνια ο τρίποδας ήταν σκεύος του σπιτιού. Αργότερα, καθιερώθηκε σαν έπαθλο πολεμικής νίκης ή αγώνα. Επίσης και οι νικητές για να ευχαριστήσουν τους θεούς, τους χάριζαν τρίποδες, που τους τοποθετούσαν πάνω σε βάσεις , που πολλές φορές ήταν ολόκληρα καλλιτεχνικά μνημεία. Έτσι η φράση μας " μιλάει σαν από τρίποδος", θέλει να πει ότι εκείνο που λέει είναι αληθινό, αλάθητο σαν το χρησμό.

• Μίδας

Για έναν άνθρωπο που πετυχαίνει σε όλες του τις επιχειρήσεις ή που για το χρήμα θυσιάζει κάθε άλλη χαρά της ζωής, συνηθίζουμε να μεταχειριζόμαστε τη λέξη "Μίδας". Ο Μίδας έχει πάρει από το θεό Διόνυσο το χάρισμα να μετατρέπει σε χρυσάφι κάθετι, που έπιανε στα χέρια του. Έτσι, όμως με όλα του τα πλούτη, ήταν καταδικασμένος να πεθάνει από ασιτία, γιατί και την τροφή που έπιανε και αυτή γινότανε χρυσάφι. Ο θεός, όμως ύστερα από τις παρακλήσεις του, τον λυπήθηκε και τον συγχώρεσε και ο Μίδας έχασε την ικανότητα αυτή, όταν ξεπλύθηκε στον Πακτωλό ποταμό.


• Μια δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών

Ο Θουκυδίδης στο 2ο βιβλίο της ιστορίας του, αναφέρει τον τρόπο με τον οποίο οι Αθηναίοι έθαβαν τους νεκρούς τους κατά τον πόλεμο. "Μια δε κλίνη κενή φέρεται εστρωμένη των αφανών, οι αν μη ευρεθώσιν ες αναίρεσιν".

• Μη φοβού, Μαριάμ

Έκφραση από την Καινή Διαθήκη. Του Άγγελου Γαβριήλ στη Θεοτόκο Μαρία, όταν πήγε να της αναγγείλει, ότι θα συλλάβει στην κοιλιά της και θα γεννήσει γιο, σύμφωνα με τη θεία χάρη.

Πηγή πληροφοριών: www.asxetos.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: