Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Ελληνικές φορεσιές

Κάθε ελληνική φορεσιά ή καλύτερα ελληνική τοπική φορεσιά είναι ένα σύνολο ενδυμάτων, που χαρακτηρίζει μια ομάδα ανθρώπων που ζουν μέσα στον ελληνικό χώρο. Λειτουργεί όπως κάθε ενδυμασία: ντύνει και στολίζει το κορμί, και παρουσιάζει την όψη που επιθυμεί να δώσει εκείνος που την φορά στους τρίτους, παρέχοντας στον εαυτό του σιγουριά και άνεση. Μέσα στη συντηρητική και αυστηρή κοινωνία του χωριού και της μικρής πόλης, η σιγουριά και η άνεση πετυχαίνονται με την ομοιομορφία που προσφέρει μια στολή. Η στολή βασίζεται στην παράδοση και στη συντηρητικότητα και διαφέρει ριζικά από τη μόδα που βασίζεται στην αλλαγή. Η συντηρητικότητα στη φορεσιά δημιουργεί απαγορευτικά ταμπού, αλλά και ταμπού που λειτουργούν δίνοντας μαγικές ιδιότητες σε ορισμένα της τμήματα(ποδιά, ζωνάρι, κεφαλόδεσμοι κ.α.). Τα ενδύματα μιας συντηρητικής ομάδας μορφοποιούνται κατά εποχές από την επίδραση μιας άλλης δυνατότερης ανθρώπινης ομάδας. Εξαρτώνται όμως πάντα από τα τοπικά υλικά και το εμπόριο (άστυ-ύπαιθρος, κατακτητές-υπόδουλοι).

Γενικά
Οι τοπικές φορεσιές όπως εξελίχθηκαν από το Βυζάντιο και πέρα, δεν έχουν καμιά σχέση με τα αρχαιοελληνικά ενδύματα. Η ουσιαστική διαφορά από το αρχαιοελληνικό, με δωρική την προέλευση, ένδυμα στο μεταβυζαντινό δημιουργείται από τη φορά του στημονιού του υφάσματος πάνω στο κορμί. Τα ενδύματα αυτά είχαν το φάρδος του υφάσματος για μάκρος και, κατά βάση, ήταν άκοπα (φαρδύς όρθιος αργαλειός), ενώ τα μεταβυζαντινά ενδύματα έχουν το μήκος του υφάσματος για μάκρος και σχηματίζονται από τη συρραφή πολλών κομματιών υφάσματος (στενός πλαγιαστός αργαλειός).

Οι ελληνικές φορεσιές έχουν τολμηρούς χρωματικούς συνδυασμούς και παρουσιάζουν συχνά μεγάλη φαντασία στον τρόπο πού φοριούνται τα διάφορα τμήματα τους και στα χίλια δύο στολίδια πού τις ποικίλλουν. Σήμερα, οι ελληνικές φορεσιές, απλοποιημένες και συχνά παρανοημένες, φοριούνται μόνο σε ορισμένα μέρη τις γιορτές και σε διάφορες τουριστικές εκδηλώσεις.

Γυναικείες φορεσιές
Οι γυναικείες φορεσιές του τόπου μας ανήκουν ουσιαστικά σε δύο μεγάλες ομάδες. Σ' εκείνη με καθαρή βυζαντινή την προέλευση (ανάπτυξη τής δαλματικής) και σ' εκείνη πού οι βυζαντινές ρίζες συγχωνεύονται με τα ενδύματα τής δυτικής Αναγέννησης (φουστάνι).

Τα γυναικεία τοπικά ενδύματα στον ελληνικό χώρο άρχισαν ν' αλλάζουν ριζικά με τη συνεχή εισβολή του κατά καιρούς δυτικού «συρμού» (μόδα), στην περίοδο αυτή αρχικά με τις ξενοφερμένες βασίλισσες (Αμαλία, Όλγα, Σοφία) και σε συνέχεια με τη συνεχή επαφή τής μικρής πόλης με την πρωτεύουσα και του χωριού με τη μικρή πόλη.

Οι περισσότερες φορεσιές αποτελούνται από:

Το πουκάμισο πού δε λείπει από καμιά ελληνική φορεσιά.
Το καφτάνι, καβάδι, άντερί, σαγιά (είδη φορέματος-πανωφοριού, φτιαγμένα συνήθως από πολύτιμη στόφα), ή το γιουρντί, σιγκούνι κλπ., (είδη αμάνικων ή και μανικωτών πανωφοριών από σαγιάκι, μάλλινο δηλαδή νεροτριβιασμένο υφαντό ύφασμα).
Το φουστάνι, τσούκνα (είδη φορεμάτων με ή χωρίς μέση).
Το ζωνάρι , τη ζώνη και την ποδιά.
Το κοντογούνι, γιλέκι κλπ. (είδη κοντών μανικωτών ή αμάνικων ζακέτων).
Τα διάφορα εσώρουχα και μικροεξαρτήματα.
Τα πολύπλοκα κεφαλοκαλύμματα και κεφαλοδέματα, κυρίως νυφικά. - συχνά σύμβολα αποτροπής, καρπερότητας κλπ. - πού διευθετούνται με ξεχωριστή πάντα προσοχή, συνήθως από γυναίκες πού ή κοινότητα θεωρεί ειδικές.
Τα πολύτιμα ή άλλα στολίδια-κοσμήματα.
Τις κάλτσες και τα παπούτσια

Οι ελληνικές φορεσιές μέσα από τα χαρακτικά των περιηγητών (15ος-19ος αι.)

Γενικά
Μέσα στο πλήθος των έντυπων εικόνων με ελληνικά θέματα, που ήδη από τα τέλη του 15ου αι. άρχισαν να κοσμούν τις διάφορες ευρωπαϊκές περιηγητικές εκδόσεις, οι απεικονίσεις ελληνικών φορεσιών κατέχουν ξεχωριστή θέση. Σε πολλά κείμενα των περιηγητών, ήδη από πολύ παλιά, προβάλλεται η εντύπωση που προκαλούσαν οι γυναικείες κυρίως φορεσιές με τα στολίδια, τα κεντήματα αλλά και ορισμένες ιδιομορφίες τους, που ξένιζαν τους Ευρωπαίους οι οποίοι «έπιαναν» στα νησιά αυτά, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους προς την Ανατολή.

Το ευρωπαϊκό ενδιαφέρον για τα ελληνικά κοστούμια εγγράφεται βέβαια —κυρίως σε ότι αφορά τα παλιότερα χρόνια— στο γενικότερο ενδιαφέρον των Ευρωπαίων για τα ανατολίτικα κοστούμια, που γοήτευαν με τη μεγαλοπρέπεια, τη χλιδή, τα λαμπρά χρώματα και τον πλούτο των στολιδιών τους. Το ενδιαφέρον αυτό αποτελεί παράλληλα μιαν ακόμη εκδήλωση της διάχυτης περιέργειας που χαρακτηρίζει τον Ευρωπαίο από την Αναγέννηση και μετά, και της τάσης του να γνωρίσει από κοντά τις μακρινές, «ξένες» χώρες.

Μέσα σ' αυτά τα πλαίσια καταγραφής ανατολίτικων κοστουμιών εμφανίζονται ελληνικές φορεσιές, κυρίως των νησιών που αποτελούσαν απαραίτητους σταθμούς για τους Ευρωπαίους στα ταξίδια τους για την Ανατολή. Έτσι, φορεσιές των Κυκλάδων και των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (ιδιαίτερα η χιώτικη, που ήταν φημισμένη για τα πλούσια υφάσματα, τα κεντήματα και τα στολίδια της) επανέρχονται σταθερά, ήδη από πολύ παλιά, σε εκδόσεις με αναφορά στον ελληνικό χώρο, οι οποίες πληθαίνουν όσο περνούν τα χρόνια. Μέσα στον 18ο αι. συναντάμε ελληνικές φορεσιές σχεδιασμένες από γνωστούς τότε ζωγράφους, με κορυφαία περίπτωση τον Francois Boucher.

Τάσεις
Μέσα στην πλούσια και ποικιλόμορφη αυτή παραγωγή διακρίνει κανείς βασικά δύο τάσεις στην απεικόνιση των κοστουμιών. Η μία, που εμφανίζεται πιο πρώιμα, αντιπροσωπεύεται από «απρόσωπες», «μετέωρες», μεμονωμένες συνήθως φιγούρες — πρόσχημα για την απεικόνιση της φορεσιάς, σε στιλιζαρισμένες στάσεις που επανέρχονται στερεότυπα στις διαδοχικές απεικονίσεις της φορεσιάς μέσα στις διάφορες εκδόσεις, σύμφωνα με τους «νόμους» της αντιγραφής των έντυπων εικόνων.

Η δεύτερη τάση ρίχνει το βάρος στον άνθρωπο-φορέα της ενδυμασίας, που απεικονίζεται ενταγμένος στο περιβάλλον του, συχνά σε μια δηλωτική-χαρακτηριστική δραστηριότητα ή σε στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής ή ακόμη και σε κάποιες ξεχωριστές εκδηλώσεις του μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο (όπως σε σκηνές γάμου, χορούς κτλ.).

Προβλήματα
Το γεγονός της αντιγραφής από προγενέστερα ή και σύγχρονα πρότυπα περιηγητικών εκδόσεων αποτελούσε πολύ συνηθισμένο φαινόμενο και στον τομέα των ενδυμασιών, με αποτέλεσμα να έχουμε και στο πεδίο αυτό στερεότυπες αλλά και αναχρονιστικές εικόνες που αναπαράγουν εικονογραφικά παλαιότερους τύπους φορεσιών ή κάποια εξαρτήματα τους.

Η αντιγραφή όμως δεν ακολουθεί πάντα το πρότυπο με ακρίβεια. Πολύ συχνά ο σχεδιαστής (ή και ο χαράκτης) επεμβαίνει παραποιώντας και αλλοιώνοντας το δεδομένο θέμα. Ακόμη και στις διαδοχικές εκδόσεις του ίδιου περιηγητικού έργου, επισημαίνονται κάποιες διαφοροποιήσεις.

To πρόβλημα της ελεύθερης αντιγραφής παρουσιάζεται πιο οξύ στην περιοχή της ενδυμασίας, καθώς αποτελεί ένα εικαστικό θέμα ιδιαίτερα ευάλωτο στην επίδραση των εκάστοτε καλλιτεχνικών ρευμάτων και, γενικότερα, της τρέχουσας αισθητικής στις χώρες όπου γεννιούνται οι εικόνες αυτές. Όταν μάλιστα συμβαίνει ο σχεδιαστής της εικόνας να είναι ένας δόκιμος καλλιτέχνης με καταξιωμένο προσωπικό ύφος, τότε οι κίνδυνοι μιας δραστικής επέμβασης στη μεταφορά του προτύπου είναι μεγαλύτεροι. Επίσης σε πολλές περιπτώσεις ο σχεδιαστής βασιζόταν σε προφορικές υποδείξεις και περιγραφές του περιηγητή ή σε κάποιο πρόχειρο, γρήγορο και συνακόλουθα ελλειπτικά δουλεμένο σκίτσο του. Οι συνθήκες αυτές, όπως είναι φυσικό, άφηναν ευρύ πεδίο δράσης στη φαντασία.

Άλλοτε πάλι συμβαίνει ο σχεδιαστής να δανείζεται στοιχεία από δύο φορεσιές και να τα συνδυάζει σε μία.

Αλλά και στο επίπεδο της χάραξης, υπήρχαν κάποιοι κίνδυνοι σε ότι αφορά την ακριβή απόδοση του προτύπου εξαιτίας των δεσμεύσεων που επέβαλε ή, αντίθετα, των δυνατοτήτων που παρείχε στον χαράκτη το χαρακτικό ιδίωμα που χρησιμοποιούσαν σε κάθε περίπτωση. Η ξυλογραφία με την αδρότητα της «γραφής» της έδινε ένα πιο λιτό και άρα πιο συνοπτικό αποτέλεσμα, ενώ η χαλκογραφία με τον πλούτο και την ποικιλία των χαράξεων, την πολλαπλότητα των τόνων, τη φωτοσκίαση, μπορούσε να αναδείξει τις λεπτομέρειες, τα στολίδια και τα άλλα διακοσμητικά στοιχεία της γυναικείας φορεσιάς, καθώς και τις λεπτές πτυχώσεις και τη διαφοροποίηση των υφασμάτων που συναπαρτίζουν μια ενδυμασία, γεννώντας έτσι πιο πλούσιες και πιο ελκυστικές εικόνες, εικόνες που βέβαια μπορούσαν ν' ανταποκριθούν καλύτερα στην πραγματικότητα της κάθε φορεσιάς.

Ένας άλλος παράγοντας που συμβάλλει στη δημιουργία παραπειστικών εικόνων είναι ο επιχρωματισμός των φορεσιών. Τα λαμπρά χρώματα των τούρκικων κοστουμιών παρέσυραν συχνά σε χρωματικές αυθαιρεσίες στις ελληνικές φορεσιές.

Ένα ακόμη στοιχείο που θα πρέπει να λαμβάνεται πάντα υπόψη κατά την εξέταση των απεικονίσεων των ελληνικών ενδυμασιών είναι η αυθαίρετη απόδοση και χαρακτηρισμός μιας φορεσιάς. Με στόχο δηλαδή την κάλυψη ορισμένων κενών ή και τον εμπλουτισμό της έκδοσης, χρησιμοποιούσαν φορεσιές άλλων τόπων, με αλλαγή βέβαια στον τίτλο της εικόνας, με αποτέλεσμα η φορεσιά μεταφερόταν αυτούσια ή με κάποιες παραλλαγές.

Πληροφορίες: Βικιπαίδεια

Δεν υπάρχουν σχόλια: