Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Μαντινάδα

Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.

Αυτό το είδος της έμετρης λαϊκής έκφρασης στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στην Απείρανθο της Νάξου λέγεται "κοτσάκι" (π.χ. "Με κοτσάκια φανερώνω, / της αγάπης μου τον πόνο"!) Αντίστοιχα ονόματα αυτού του είδους είναι επίσης τα λιανοτράγουδα, οι ρίμες, οι παρόλες τα "στιχάκια" ή τα "δίστιχα" άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ειδικότερα, η κρητική μαντινάδα διακρίνεται για την ιδιάζουσα έκφραση, το μεστό της φράσης και αντανακλά τα αισθήματα, τη σκέψη και τη ζωή του κρητικού λαού. Αντλεί τη θεματολογία της από ποικίλους τομείς και ανάλογα διακρίνονται σε σκωπτικές μαντινάδες, ερωτικές, ευκαιριακές και φιλοσοφικές. Είτε ως φιλοσοφία, είτε εκφράζοντας παράπονο , η μαντινάδα επί αιώνες συνοδεύει τους Κρητικούς σε όλες τους τις στιγμές και στις εκδηλώσεις, στο σημείο που όσοι δεν είναι από την Κρήτη την θεωρούν αποκλειστικά κρητική ποιητική δημιουργία.

Δείγματα κρητικών μαντινάδων
Πολλές μαντινάδες υμνούν την αγαπημένη. Έτσι, μια μαντινάδα λέει:

Μοσχοκανελοκόκκαλη, κανελοζυμωμένη
Γαρεφαλοχνωτάτη κι ακριβαναθρεμμένη[1].
Επίσης, μπορεί να εκφράζει θαυμασμό για τη χάρη και την αβρότητά της:

Άσπρης μυρθιάς μυρτόφυλλο/πράσινης δάφνης φύλλο,
Στρογγυλομηλοπρόσωπη κι εθάμπωσες τον ήλιο.
Εξάλλου, μπορεί να γίνεται έπαινος και για το σαγηνευτικό της βλέμμα:

Μάθια ζαχαροξάνοιχτα, ζαχαροπαιγνιδάτα
Που χαμηλοξανοίγετε και γνέφετε κλεφτάτα.
Άλλοτε εκφράζονται οι μυστικοί πόθοι του ερωτευμένου:

Για σένα καρυδαρρωστώ κι αμυγδαλοδιαβαίνω
Και σταφυλομαραίνομαι κι ανθρώπου δεν το λέω.
Ακόμη, η μαντινάδα μπορεί να αποτελεί και όρκο αγάπης:

Μες στη φωθιά να καίγωμαι, σαν το κερί να λιώνω,
Άθος να γίνει το κορμί για σε, δε μετανιώνω.
Πολλές φορές στα δίστιχα εκφράζεται και το μαρτύριο των ερωτευμένων:

Κλαίω, πονείς, πονώ και κλαις, κλαις και πονείς και κλαίω
Και καίγομαι και κλαις εσύ, και καίγεσαι και κλαίω.
Προτρέπει και σε υπομονή:

Ως έχεις την απομονή, έχε και την ολπίδα
Με τον καιρό το γιασεμί αθεί και βγάνει φύλλα.
Ο πόνος του χωρισμού επίσης περιγράφεται πολλές φορές:

Μισεύγεις, κλαίνε τα πουλιά, μαραίνονται τα δάση
Άχι, τον έρμο τον καιρό, και πότε θα περάσει.
Άλλοτε είναι πρόκληση και πείσμα:

Αγάπη δίχως πείσματα, δίχως καημό και πόνο
Είναι αγάπη ψεύτικη, ψευθιάς αγάπη μόνο.
Άλλοτε γνωμικό:

Μην τόνε κλαις τον αετό όπου πετά οντό βρέχει
Μα κλαίγε το μικρό πουλί, οπού φτερά δεν έχει.
Άλλοτε πείραγμα ή αστεϊσμός:

Ήμουνε κράχτης πετεινός κι εδά στα γεραθειά μου
Να με τζιμπούν οι γι-όρνιθες δεν το βαστά η καρδιά μου.

Ιστορία
Το όνομα "μαντινάδα" θεωρείται εξελληνισμένος τύπος του ενετικού "mantinada" που είναι ταυτόσημο με το ιταλικό "mantinatta". Όμως αυτό το είδος υπήρχε και προ της Ενετοκρατίας όπως αποδεικνύεται σε βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα όπου περιέχονται τα "Καταλόγια" (βυζαντινά λαϊκά νυκτερινά τραγούδια) τα οποία και είναι μαντινάδες όπως για παράδειγμα τα δύο ακόλουθα βυζαντινά:

Εψές επερνοδιάβαινα, κόρη, εκ της γειτονιάς σου
κι η γειτονιά σου μ΄ ήννοιωσεν και συ κόρη εκοιμάσου.(!)
Όλοι δοξεύουν μ΄ άρματα, όλοι με τα δοξάτια (αντί δοξάρια)
κι εσύ εκ το παραθύρι σου δοξεύεις με τα μάτια. (!)
Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα παρατηρούνται τέτοια άσματα, του αρχαίου "κώμου" των υπερεύθυμων που κατά ομάδες μετά από γλέντι (ευωχία) περιερχόμενοι τους δρόμους τραγουδούσαν «εκωμαόδουν» τα αισθήματά τους κάτω από τα παράθυρα των εκλεκτών τους. Χαρακτηριστικό το δίστιχο του αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου που αποκαλεί την καλή του Κωνώπιον:

Ούτως υπνώσαις, Κωνώπιον ως εμέ ποιείς
κοιμάσθαι ψυχροίς τοίσδε παρα προθύροις
(=Έτσι νάδινε ο Θεός να κοιμάσαι κι εσύ Κωνώπιον όπως
κι εμένα με κάνεις να ξαγρυπνώ μπρός στα κρύα σου παράθυρα)
Συνεπώς ως είδος λαϊκού τραγουδιού φέρεται να είναι αρχαίο ελληνικό.

Λαογραφία
Οι μαντινάδες τραγουδιώνται κυρίως σε γάμους, βαπτίσια, σε εύθυμες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια γλεντιού ή χορών αλλά και ως καντάδες.

Πουλιά κι΄αϊδόνια κελαϊδούν
εις τα παράθυρα σας
να είναι καλορίζικα
τα στεφανώματα σας.

Πληροφορίες: Βικιπαίδεια

1 σχόλιο:

Αντώνης Τσιριγωτάκης είπε...

Έλεος! μην υποβιβάζετε την Κρητική μαντινάδα ή μαντινιάδα κατά το Ανατολ. γλωσσικό ιδίωμα της Κρήτης, ουδεμία σχέση έχει με "πατινάδα" "κοτσάκι" "λιανοτράγουδο" "ρίμα" ή άλλη ονομασία έκφρασης δίστιχου ποιήματος. Όλα έχουν τη χάρη τους αλλά και την ιδιαιτερότητά τους. Γι’ αυτό μην τα ισοπεδώνουμε εάν δεν γνωρίζομε με ακρίβεια την προέλευσή τους, έχουν σύννοια.
Η Κρητική μαντινάδα είναι η αυθόρμητη έκφραση ποικίλων συναισθημάτων σε ομοιοκατάληκτο δίστιχο με μέτρο τον αρχαίο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, όπου τονίζονται οι συλλαβές με άρτιο αριθμό, αριθμούμενες από αριστερά προς τα δεξιά. Ο κάθε στίχος χωρίζεται δια της τομής σε δυο ημιστίχια το α΄ με με 8 συλλαβές και το β΄με 7 συλλαβές. Η ομοιοκαταληξία είναι απαραίτητο στοιχείο στα δεύτερα ημιστίχια των δυο στίχων. Οι λέξεις που χρησιμοποιεί η μαντινάδα πρέπει να είναι διαλεκτικές, να μην υπάρχει εσωτερική ή εξωτερική χασμωδία (συνεχόμενα φωνήεντα ή το ένα μετά το άλλο σε δυο λέξεις ), να μην υπερβαίνει τις 30 συλλαβές και να τηρεί το ιαμβικό μέτρο. Αυτή είναι η γνήσια Κρητική Μαντινάδα.
Ετυμολογικά προέρχεται από συμφυρμό δυο ρημάτων του μαντεύω (προφητεύω, συμπεραίνω) και άδω (τραγουδώ). Πράγματι είναι μια συμπυκνωμένη σοφία που περιέχει κώδικες μηνυμάτων που εκφράζουν συναισθήματα αγάπης, χαράς, λύπης ή αποδίδουν ποιητικά τα βιώματα και τη σχέση του ερωτευμένου με την έμψυχη γι’ αυτόν φύση που την καλεί να γίνει μέτοχος και συμπαραστάτης στα βάσανά του.
Όποιος θέλει περισσότερα για μαντινάδα ας διαβάσει το αριστούργημα της παγκόσμιας λογοτεχνίας ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟ, έτσι έχει χαρακτηρισθεί το έργο του Μεγάλου Κρητικού Βιτσέντσου Κορνάρου που αποδίδεται με Κρητικές μαντινάδες.
Προσοχή λοιπόν μη διαδίδουμε στο διαδίκτυο λανθασμένες έννοιες για το αριστούργημα της Κρητικής ποίησης που διασώζεται επί αιώνες.
Αντώνης